βιδώνω

βιδώνω
[βίδα]
1. τοποθετώ βίδα σε μια επιφάνεια στρέφοντάς την
2. φρ. α) «κάθεται βιδωμένος» — ακίνητος
β) «έτσι μου τη βίδωσε» — πήρα αυτή τη σταθερή απόφαση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βιδώνω — βιδώνω, βίδωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βιδώνω — ωσα, ώθηκα, βιδωμένος 1. περιστρέφοντας μπήγω τη βίδα, για να στερεώσω, να ενώσω, να συναρμολογήσω: Στο παιδικό δωμάτιο, τα έπιπλα είναι βιδωμένα στον τοίχο. 2. μτφ., εμποδίζω, εξουδετερώνω: Βιδώθηκε από τον αντίπαλό του και δεν μπόρεσε να… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αβίδωτος — η, ο [βιδώνω] αυτός που δεν έχει βιδωθεί …   Dictionary of Greek

  • βίδωμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα του βιδώνω …   Dictionary of Greek

  • κοχλιώνω — [κοχλίας] βιδώνω …   Dictionary of Greek

  • ξεβιδώνω — 1. βγάζω ή λασκάρω τη βίδα, αποκοχλιώνω 2. εξαντλώ με επίπονη σωματική άσκηση 3. τρελαίνω («οι πολλές σκέψεις και οι στενοχώριες τόν ξεβίδωσαν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + βιδώνω] …   Dictionary of Greek

  • κοχλιώνω — κοχλίωσα, κοχλιώθηκα, κοχλιωμένος, βιδώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”